Μεσολογγίτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μεσολογγίτη < γενική ενικού του αρσενικού Μεσολογγίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεσολογγίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΜεσολογγίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Μεσολογγίτης