Μαρινέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μαρινέλι < (μεταγραφή) ιταλική Marinelli με απλοποίηση της ιταλικής προφοράς με δύο [l] λάμδα και ορθογραφικής απλοποίησης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ɾiˈne.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μα‐ρι‐νέ‐λι
- ομόηχο: Μαρινέλλη
Μεταγραφή
επεξεργασίαΜαρινέλι αρσενικό ή θηλυκό