Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαρινέλλη: γενική ενικού του αρσενικού Μαρινέλλης

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ɾiˈne.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μα‐ρι‐νέλ‐λη
ομόηχο: Μαρινέλι

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μαρινέλλη θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Μαρινέλλη αρσενικό