Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαγιοράνα < ιταλική Ettore Majorana < λατινική maior < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mag-

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μαγιοράνα ουδέτερο άκλιτο

  • (φυσική) σωματίδια (π.χ. φερμιόνια) που συμπεριφέρονται ως αντισωματίδια του εαυτού τους (όντας ταυτόχρονα ύλη και αντιύλη)
    Ένα ειδικά σχεδιασμένο τρανζίστορ προσφέρει τις πρώτες σαφείς ενδείξεις για την ύπαρξη των «φερμιονίων Μαγιοράνα», μιας κατηγορίας παράξενων σωματιδίων που αποτελούν τα αντισωματίδια των εαυτών τους. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία