Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μάτσου Πίτσου < κέτσουα machu (αρχαίος) + pikchu (κορυφή)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈma.t͡su ˈpi.t͡su/

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Άποψη του Μάτσου Πίτσου

Μάτσου Πίτσου ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία