Ετυμολογία

επεξεργασία
Λουμπάρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Λουμπάρδος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λουμπάρδος αρσενικό (θηλυκό Λουμπάρδου)

Μεταγραφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Λουμπάρδος, ήδη από τον 14ο αιώνα στο Χρονικό του Μορέως και τον 15ο αιώνα [1]< πατριδωνυμικό μεσαιωνική λατινική Lombardus ή Lumbardus, ιταλική Lombardo

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Λουμπάρδος αρσενικό

  1. ανδρικό επώνυμο
  2. (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Λομβαρδία ή κατοικεί εκεί, Λομβαρδός
    ※  14ος αιώνας, ανωνύμου, Χρονικόν του Μορέως, Επιμελητής:Schmitt, 1904, Κώδικες H & P στις σελίδες 72+73
    • έκδ.2015, σελ.72, κώδικας Κοπεγχάγης (Havniensis)
      Tὸ ἰδεῖ οἱ Λουμπάρδοι ὅπου ἤσασι ἐκεῖσε μὲ τὸν ρῆγαν,
      σπουδαίως ἀπῆραν τ’ ἄρματα, πηδοῦν, καβαλλικεύουν·
    • έκδ.2015, σελ.73, Παρισινός κώδικας (Parisinus)
      Τ’ ὁμοῦ οἱ Λαμπάρδοι τὄδασιν ὅπου ἦσαν μὲ τὸν ρῆγαν,
      σπουδαίως ἀρματώνονται, πηδοῦν, καβαλλικεύουν·

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Λουμπάρδος - PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)