Δείτε επίσης: λιμάνι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λιμάνι < (μεταγραφή) αλβανική Limani, ή από άλλες γλώσσες όπως η αραβική ليماني

  Μεταγραφή επεξεργασία

Λιμάνι αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία