Λαμπέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Λαμπέα < γενική ενικού του αρσενικού Λαμπέας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Λαμπέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Λαμπέα αρσενικό
Λαμπέα θηλυκό άκλιτο
Λαμπέα αρσενικό