Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΛΑΓΗΕ < Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.ʝiˈe/

  Συντομομορφή επεξεργασία

Λ.Α.Γ.Η.Ε. αρσενικό ακρωνύμιο