Κούκλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κούκλη < γενική ενικού του αρσενικού Κούκλης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κούκλη θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Κούκλη αρσενικό