Κοντοβαζαινίτη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοντοβαζαινίτη < γενική ενικού του αρσενικού Κοντοβαζαινίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοντοβαζαινίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Κοντοβαζαινίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κοντοβαζαινίτης