Ετυμολογία

επεξεργασία
Κεσίσογλου < οθωμανική τουρκική كشیش (keşiş, ιερέας, μοναχός) (< περσική کشیش (kašiš, ιερέας)) + -ογλου (→ δείτε  τουρκική keşiş)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κεσίσογλου αρσενικό ή θηλυκό

Μεταγραφές

επεξεργασία
  • Κεσίσογλου σελ.69 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.