Ετυμολογία

επεξεργασία
keşiş < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική كشیش (keşiş, ιερέας, μοναχός) (< περσική کشیش (kašiš, ιερέας))

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

keşiş (tr)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • keşiş - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  • keşiş -  Türk Dil Kurumu, μονόγλωσσο τουρκικό Λεξικό @sozluk.gov.tr
  • σελ. 1553-1554 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).