Κερκυασιαριάν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κερκυασιαριάν < αγγλική Kerkyashiarian ; (ανορθόγραφη μορφή του Kerkyasharian), προέλευσης από την αρμενική
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κερκυασιαριάν αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (εξαιρετικά σπάνιο) επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο),[1] άλλη μορφή του Κερκυασαριάν