Καϊσαρέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καϊσαρέα < γενική ενικού του αρσενικού Καϊσαρέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαϊσαρέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚαϊσαρέα αρσενικό
Καϊσαρέα θηλυκό άκλιτο
Καϊσαρέα αρσενικό