Καραμπέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καραμπέα < γενική ενικού του αρσενικού Καραμπέας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καραμπέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Καραμπέα αρσενικό
Καραμπέα θηλυκό άκλιτο
Καραμπέα αρσενικό