Καπουλέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καπουλέα < γενική ενικού του αρσενικού Καπουλέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαπουλέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚαπουλέα αρσενικό
Καπουλέα θηλυκό άκλιτο
Καπουλέα αρσενικό