Καμπανέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καμπανέα < γενική ενικού του αρσενικού Καμπανέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαμπανέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚαμπανέα αρσενικό
Καμπανέα θηλυκό άκλιτο
Καμπανέα αρσενικό