Καμπέτσε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kamˈbe.t͡se/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μπέ‐τσε
Μεταγραφή επεξεργασία
Καμπέτσε ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Καμπέτσε στη Βικιπαίδεια
Καμπέτσε ουδέτερο άκλιτο