Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καλκάνας < άμεσο δάνειο από την τουρκική kalkan (ασπίδα) + -ας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καλκάνας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Καλκάνας σελ.123 -  Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.