Ετυμολογία

επεξεργασία
kalkan < παλαιοτουρκική kalkan, kalkaŋ < πρωτοτουρκική kalkan

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kalkan (tr)

  1. η ασπίδα
  2. (ψάρι, λαϊκότροπο) το καλκάνι