Καζάζηδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καζάζηδες < τουρκική kazaz (μεταξουργός) → δείτε τη λέξη καζάζης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαζάζηδες αρσενικό (επώνυμο)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Καζάζης
Δείτε επίσης : καζάζης |
Καζάζηδες αρσενικό (επώνυμο)