Δείτε επίσης: καζάζης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καζάζηδες < τουρκική kazaz (μεταξουργός) → δείτε τη λέξη καζάζης

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καζάζηδες αρσενικό (επώνυμο)