Θυμωδέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θυμωδέα < γενική ενικού του αρσενικού Θυμωδέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘυμωδέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΘυμωδέα αρσενικό
Θυμωδέα θηλυκό άκλιτο
Θυμωδέα αρσενικό