Θαλασέλλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Θαλασέλλη < γενική ενικού του αρσενικού Θαλασέλλης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘαλασέλλη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Θαλασέλλης
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΘαλασέλλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Θαλασέλλης