Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

synchronization (en)

  1. συγχρονισμός
  2. (δίκτυο υπολογιστών) συγχρονισμός[1]
    συντομογραφία: SYN[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 από αναζήτηση « synchronization» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.