patère
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
patère | patères |
patère (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) ιερό δοχείο που χρησιμοποιούνταν στις θυσίες
- (τεχνολογία) ξύλινη ή μεταλλική βάση πάνω στην οποία στηρίζονται κρεμάστρες, λάμπες, κ.α.