notion
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
notion | notions |
Ουσιαστικό επεξεργασία
notion (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
- have a notion
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
notion (fr) θηλυκό
- η έννοια
- η γνώση
- η ιδέα
- η στοιχειώδης πραγματεία επί μίας επιστήμης
- βιβλίο με βασικές γνώσεις πάνω σε ένα πεδίο μελέτης
- η στοιχειώδης γνώση