kontrakto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kontrakto | kontraktoj |
αιτιατική | kontrakton | kontraktojn |
kontrakto (eo)
- το συμβόλαιο
- li havas kontrakton pri kunlaboro kun ili
- έχει συμβόλαιο συνεργασίας με αυτούς
- internacia kontrakto - διεθνές συμβόλαιο