fulfill
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | fulfill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fulfills |
αόριστος | fulfilled |
παθητική μετοχή | fulfilled |
ενεργητική μετοχή | fulfilling |
Ρήμα επεξεργασία
fulfill (en)
ενεστώτας | fulfill |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fulfills |
αόριστος | fulfilled |
παθητική μετοχή | fulfilled |
ενεργητική μετοχή | fulfilling |
fulfill (en)