fragment
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fragment (fr) αρσενικό
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fragment (en)
- θραύσμα, κομμάτι από αντικείμενο που έσπασε
- απόσπασμα από κείμενο της αρχαιότητας που δεν διασώθηκε ολόκληρο, σπάραγμα
- (πληροφορική) τμήμα κώδικα
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
fragment (pl) αρσενικό
- το απόσπασμα, το μέρος που προέρχεται από κάποιο σύνολο