dépressionnaire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dépressionnaire < dépression
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dépressionnaire | dépressionnaires |
dépressionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (μετεωρολογία) που αποτελεί τη βάση μιας ζώνης βαρομετρικών χαμηλών