conjonctif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | conjonctif | conjonctifs |
θηλυκό | conjonctive | conjonctives |
Επίθετο επεξεργασία
conjonctif (fr)
- (ανατομία), (γραμματική) συνδετικός
- tissu conjonctif - συνδετικός ιστός
- locution conjonctive - συνδετική έκφραση