conjonctive
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- conjonctive < θηλυκό του conjonctif
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
conjonctive | conjonctives |
conjonctive (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
conjonctive | conjonctives |
conjonctive (fr) θηλυκό