Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ciklet < (άμεσο δάνειο) αγγλική Chiclets (η εταιρεία που το έφτιαξε) < ισπανική chicle < κλασική νάουατλ tzictli [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /d͡ʒicˈlɛt/
τυπογραφικός συλλαβισμός: cik‐let

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ciklet (tr)

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ciklet - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν