Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ῥέα < ῥέω ή ἔρα (γη) με μετάθεση του ρ ή εὐρύς και εὐρεῖα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ῥέα θηλυκό (γενική: Ῥείας και Ῥείης) ( & Ῥείη & Ῥῆ & Ῥέη)