Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θηρεύω < αρχαία ελληνική < θήρ + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

θηρεύω

  1. κυνηγώ
  2. επιδιώκω να βρω κάτι
    θηρεύω θάνατον, κ’ εν τω θανάτω / ζωήν ευρίσκω (Κ.Π. Καβάφης, Πεζά, O Σακεσπήρος περί της ζωής)

  Μεταφράσεις επεξεργασία