ηλεκτρική ενέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ηλεκτρικός και ενέργεια
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ηλεκτρική ενέργεια θηλυκό
- η ενέργεια που μεταφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεκτρική ενέργεια