Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξαγνίζω < εξ- + αγνός + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

εξαγνίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία