αμόρε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμόρε < μεσαιωνική ελληνική αμόρε (αγάπη) < ιταλική amore < λατινική amor < amo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *am-a- (μητέρα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμόρε ουδέτερο άκλιτο
αμόρε ουδέτερο άκλιτο