πνῖγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: {{προσχέδιο|grc}} =={{-grc-}}== {{λείπει η κλίση|grc}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία|grc}...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 05:44, 13 Ιουνίου 2021

Αρχαία ελληνικά (grc)

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

πνῖγος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

πνῖγος ουδέτερο

  • όρος αναφερόμενος στο αρχαίο Πρότυπο:θεατρ: πνίγος, τμήμα της «παράβασης» στην αρχαία κωμωδία, το οποίο εκφέρεται απνευστί, χωρίς σταμάτημα, με γρήγορη εκφορά (που σε πνίγει γιατί δε σε αφήνει να πάρεις ανάσα)
    ※  τάχα δὴ καὶ τὴν ἀναπνοὴν ὅλως τὸ πνῖγος κωλύει, ὅθεν καὶ πνῖγος ὠνομάσθη· πνίγεται γὰρ καὶ πνιγομένῳ ὅμοιός ἐστι ὁ μὴ δυνάμενος ἀναπνεῖν (Θεόφραστος απόσπ. 10.2[1])
  • αποπνικτική ζέστη
    ※  ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον (Θουκυδίδης 7, 87)

Συνώνυμα

  Αναφορές

  1. 1,0 1,1 Φ. Ι. Κακριδής, Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός, Αρχαία Ελληνική Κωμωδία, Β7. Παράβαση [1]

  Πηγές