γενικεύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < παθητική φωνή του γενικεύω ==={{ρήμα|el}}=== '''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 20:40, 6 Απριλίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

γενικεύομαι < παθητική φωνή του γενικεύω

  Ρήμα

γενικεύομαι, πρτ.: γενικευόμουν, στ.μέλλ.: θα γενικευτώ, αόρ.: γενικεύτηκα, μτχ.π.π.: γενικευμένος

  1. ξεκινώντας από κάτι μερικό επεκτείνομαι σε ένα ευρύτερο σύνολο
    τα τελευταία χρόνια γενικεύτηκε η χρήση του κινητού τηλεφώνου


  Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «γενικευομαι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'γενικεύομαι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «γενικευομαι».