μονοζυγωτικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < μονοζυγώτης ==={{επίθετο}}=== '''{{PAGENAME}}''' # ο σχετικός με τους ...
(Καμία διαφορά)

Αναθεώρηση της 09:36, 15 Μαρτίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

  Ετυμολογία

μονοζυγωτικός < μονοζυγώτης

Επίθετο o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου

μονοζυγωτικός

  1. ο σχετικός με τους μονοζυγώτες ή ομοζυγώτες διδύμους
  2. οι ομοζυγώτης δίδυμος, εκείνος που μοιράζεται το ίδιο DNA με τον δίδυμο αδελφό του, καθώς έχουν προέλθει και οι δύο από τη γονιμοποίηση ενός και μόνον ωαρίου που διαιρέθηκε, σε αντιδιαστολή προς τους ετεροζυγώτες ή διζυγώτες



Συνώνυμα


Αντώνυμα


  Μεταφράσεις