ΕΦΥΕΣ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΕΦΥΕΣ < : ΈΦεδρος Υψηλής ΕτοιμότηταΣ.
Συντομομορφή
επεξεργασίαΕΦ.Υ.ΕΣ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο
- Έμμισθοι έφεδροι που κατοικούν σε παραμεθόριες περιοχές και υπηρετούν μερικούς μήνες τον χρόνο στο στρατό.