ΟΒΑ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ΟΒΑ < : Οπλίτης Βραχείας Ανακατάταξης.
Συντομομορφή
επεξεργασίαΟ.Β.Α. αρσενικό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Έφεδρος οπλίτης που έχει ανακαταταγεί στο στρατό για βραχεία περίοδο 1-3 ετών και ο οποίος λαμβάνει μισθό αντίστοιχο του ομοιόβαθμου μόνιμου συναδέλφου του.