Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΕΠΑΛ < Επαγγελματικό Λύκειο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈpal/

  Συντομομορφή επεξεργασία

ΕΠΑ.Λ. ουδέτερο ακρωνύμιο

  • (εκπαίδευση) δευτεροβάθμια μονάδα εκπαίδευσης τεχνικού προσανατολισμού στην Ελλάδα
    ※ Ιδιαιτέρως διδακτικές είναι οι φετινές εντυπωσιακές επιδόσεις των υποψηφίων των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑΛ) για τα πανεπιστήμια. Μάλιστα, υπήρξαν περιπτώσεις υποψηφίων ΕΠΑΛ που σε περιζήτητες σχολές ΑΕΙ πήραν τις πρωτιές από τους υποψηφίους των Γενικών Λυκείων (ΓΕΛ).
    Απόστολος Λακασάς, Oι βαθμοί και τα παιδιά των ΕΠΑΛ, Η Καθημερινή, 21 Ιουλίου 2020

Δείτε επίσης επεξεργασία