Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΕΜΟΔΕ < Ειδική ΜΟνάδα Δασικών Επιχειρήσεων

  Συντομομορφή επεξεργασία

Ε.ΜΟ.Δ.Ε. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία