Ετυμολογία

επεξεργασία
Δικαιοφύλακος < γενική ενικού του αρσενικού Δικαιοφύλαξ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ce.oˈfi.la.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δι‐και‐ο‐φύ‐λα‐κος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δικαιοφύλακος θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Δικαιοφύλακος αρσενικό