Διασίτη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Διασίτη < γενική ενικού του αρσενικού Διασίτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιασίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔιασίτη αρσενικό