Δελφίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δελφίνη < γενική ενικού του αρσενικού Δελφίνης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔελφίνη θηλυκό
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔελφίνη αρσενικό
Δελφίνη θηλυκό
Δελφίνη αρσενικό