Δανδρέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δανδρέα < γενική ενικού του αρσενικού Δανδρέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔανδρέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔανδρέα αρσενικό
Δανδρέα θηλυκό άκλιτο
Δανδρέα αρσενικό